- ἐπιχρώζω
- ἐπιχρώννυμιrubpres subj act 1st sgἐπιχρώννυμιrubpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχρώζω — ἐπιχρῴζω (Α) βλ. επιχρώννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρῴζω «αγγίζω την επιφάνεια, χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
επίχρωμα — ἐπίχρωμα, τὸ (Α) [επιχρῴζω] χρώμα … Dictionary of Greek
επίχρωση — η (AM ἐπίχρωσις) [επιχρῴζω] χρωματισμός μιας επιφάνειας, επιφανειακός μόνο χρωματισμός … Dictionary of Greek